υπερευτηκτικός

υπερευτηκτικός
-ή, -ό, Ν
(χημ.-μεταλργ·) χαρακτηρισμός ενός κράματος στο οποίο η περιεκτικότητα ενός από τα συστατικά του είναι μεγαλύτερη τής ευτηκτικής αναλογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypereutectique (< υπερ-* + ευτηκτικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”